- σημειογραφία
- ηπαράσταση μουσικών ήχων με ειδικό σύμβολο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σημειογραφία — Στη μουσική, η γραφική παράσταση των ήχων, δηλαδή ο τρόπος έκφρασης της μουσικής σκέψης. Η ανάγκη αυτή προκάλεσε, στο πέρασμα του χρόνου, την εμφάνιση πολλών συστημάτων σ., που έπειτα ενώθηκαν στην παγκόσμια αποδοχή του πεντα γραμμικού συστήματος … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
σημειογραφικός — ή, ό / σημειογραφικός, ή, όν, ΝΜ [σημειογραφία / σημειογράφος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σημειογραφία, στην παράσταση τών μουσικών φθόγγων με διάφορα σημεία μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σημειογράφο, στενογραφικός. επίρρ … Dictionary of Greek
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
Ε, ε — Το πέμπτο γράμμα του ελληνικού, του λατινικού και των νεότερων ευρωπαϊκών αλφαβήτων. Προήλθε από το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου  που απέδιδε τον δασύ φθόγγο He (= θυρίδα). Ενώ όμως στο συλλαβογραφικό φοινικικό αλφάβητο το He είχε… … Dictionary of Greek
άλεφ — Το πρώτο γράμμα του φοινικικού, του εβραϊκού και του αραβικού αλφάβητου. Στο εβραϊκό αλφάβητο, αν και αρχικά το θεωρούσαν σύμφωνο, από τον 8o αι. π.Χ. χρησιμοποιήθηκε για τη δήλωση των φωνηέντων α, ε, ι και ο. Στη σημειογραφία των κωδίκων με το… … Dictionary of Greek
έτερον — το [έτερος] μουσ. ένας από τους έξι χαρακτήρες τής ποιότητας ή έκφρασης στη σημειογραφία τής βυζαντινής μουσικής … Dictionary of Greek
δίγοργο — το (Μ δίγοργον) (βυζ. μουσ.) ένας από τους χαρακτήρες χρόνου τής υποδιαίρεσης, οι οποίοι διαιρούν τη σημειογραφία τής βυζαντινής μουσικής … Dictionary of Greek
διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… … Dictionary of Greek
επέγερμα — ἐπέγερμα, το (Μ) (βυζ. μουσ.) ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημεία με τα οποία γινόταν η σημειογραφία τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής μουσικής, το οποίο υποδήλωνε ορισμένη μακρά μελωδική γραμμή … Dictionary of Greek